- καταλλάσσομαι
- καταλλάσσωchangepres ind mp 1st sgκαταλλάσσωchangepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταλλάσσομαι — ἐπικαταλλάσσομαι (Α) συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταλλάσσομαι «ανταλλάσσω»] … Dictionary of Greek
καταλλάσσω — (AM καταλλάσσω) συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω μσν. μεταβάλλω μσν. αρχ. ανταλλάσσω νομίσματα αρχ. ανταλλάσσω ένα πράγμα με κάτι άλλο 2. παθ. καταλλάσσομαι έρχομαι σε συνδιαλλαγή, συμφιλιώνομαι … Dictionary of Greek
προκαταλλάσσομαι — Α 1. συνδιαλλάσσομαι και γίνομαι διαλλακτικός εκ τών προτέρων 2. συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι εκ τών προτέρων 3. γίνομαι αντικείμενο προσυμφωνίας 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) προκατηλλαγμένος (για χρόνο) ο εκ τών προτέρων συμφωνημένος, από πριν… … Dictionary of Greek